ἀτύπου

ἀτύπου
ἄτυπος
speaking inarticulately
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πουλ — (pool). Κερδοσκοπικός συνεταιρισμός με προσωρινό, συνήθως, χαρακτήρα. Όσοι συμμετέχουν σε εμπορικά π. συμφωνούν να συσσωρεύσουν εμπορεύματα και vα αναλάβουν την πώλησή τους, με σκοπό να προκληθεί έλλειψη στην αγορά και άνοδος των τιμών. Άλλα π.… …   Dictionary of Greek

  • δυοπώλιο — Μορφή ολιγοπωλίου, κατά την οποία η διάθεση ορισμένου προϊόντος (ή ορισμένων προϊόντων) τελεί υπό τον έλεγχο δύο πωλητών. Το δ. μπορεί να έχει δύο μορφές. Στην πρώτη περίπτωση της ανταγωνιστικής μορφής οι δύο πωλητές κινούνται ελεύθερα στην αγορά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”